- εὐήνια
- εὐήνιοςobedient to the reinneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευήνιος — ο (ΑΜ εὐήνιος, ον) 1. ο υπάκουος στα ηνία, αυτός που κυβερνιέται εύκολα με χαλινάρι (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», Πλάτ.) 2. (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο εύπλαστος μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εὐήνια με υπακοή … Dictionary of Greek
Δηίφονος — (5ος αι. π.Χ.). Μάντης. Ήταν γιος του Ευηνία από την ιλλυρική Απολλωνία. Έζησε στους πρώτους μηδικούς πολέμους και με την ιδιότητα του μάντη του ελληνικού στόλου προέβλεψε την ήττα των Περσών στη Μυκάλη (497 π.Χ.) και τη νίκη των Ελλήνων κατά του … Dictionary of Greek